- αἴθινος
- αἴθινοςburningmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίθινος — αἴθινος, ον (Α) [αἴθω] κατά τον Ησύχιο, δριμύς κατά το Ετυμολογικόν Μέγα, ευκολόκαφτος … Dictionary of Greek
αἰθίνην — αἴθινος burning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθινα — αἴθινος burning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… … Dictionary of Greek